Two of a Kind

Η πρόταση αφορά δύο διώροφες μονοκατοικίες με υπόγειο και δυο κολυμβητικές δεξαμενές στον περιβάλλοντα χώρο. Η ύπαρξη δύο κατοικιών στηρίζεται στην ανάγκη των ιδιοκτητών για την μεγαλύτερη δυνατή προγραμματική ευελιξία σε βάθος χρόνου που να μπορεί να εξυπηρετήσει διαφορετικά σχήματα κατοίκησης μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών των ιδιοκτητών στα οποία θα αποδοθούν, συν τω χρόνω, οι κατοικίες.

Το οικόπεδο, σχεδόν ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, έχει πρόσωπο σε οδό με την ανάντη στενή του πλευρά στα βορειοδυτικά, από την οποία εξασφαλίζεται και η πρόσβαση σε αυτό. Οι υπόλοιπες τρεις πλευρές βρίσκονται σε επαφή με τα όμορα οικόπεδα. Στα βορειοανατολικά, στο κατά μήκος όμορο οικόπεδο βρίσκεται κατοικία, ενώ αντιστοίχως κατοικία βρίσκεται, νοτιοανατολικά, στο κατάντη όμορο. Το όμορο οικόπεδο στα νοτιοδυτικά είναι κενό. Το φυσικό έδαφος έχει κλίση περίπου 13% κατά μήκος του οικοπέδου.

Οι δύο μονοκατοικίες χωροθετούνται  έτσι ώστε να δημιουργούν μια εσωστρεφή σχέση με τα γειτονικά οικόπεδα και κατασκευές. Έτσι η ανάντη κατοικία, η κατοικία 1, οργανώνεται παράλληλα με την οδό πρόσβασης, ενώ η άλλη, η κατοικία 2, παράλληλα με το βορειοανατολικό όριο του οικοπέδου. Η χωροθέτηση αυτή στηρίζεται στην δυνατότητα δημιουργίας κήπου στο εσωτερικό του οικοπέδου αλλά και στην θέα της θάλασσας από την ανάντη περιοχή του. Η προφανής διαφορά θέας μεταξύ των δύο κατοικιών διαμεσολαβείται με την δημιουργία μιας υποχώρησης στο σώμα της κατοικίας 2 που αποδίδει «περισσότερο» κήπο σ’ αυτήν. Ζωτικής σημασίας ήταν η επιλογή του ανοίγματος του εσωτερικού κήπου προς τον νότο, εξασφαλίζοντας φως και αποφεύγοντας τον βοριά και τους σχετικούς ανέμους. Η εσωστρεφής ανάπτυξη και η θέα του κήπου, θα αποδειχθεί κρίσιμη σε βάθος χρόνου με την αναπόφευκτη πύκνωση του δομημένου περιβάλλοντος της περιοχής.

Η θέα λοιπόν, εσωτερική, αλλά και εκείνη της μεγαλύτερης απόστασης προς την θάλασσα, αποτελεί το κλειδί για την επιλογή των αδρών γραμμών της συνολικής σύνθεσης. Ογκοπλαστικά αλλά και μορφολογικά, η σύνθεση αξιοποιεί απλούς γεωμετρικούς χειρισμούς, με στόχο την κατά το δυνατόν πιο περιεκτική χωρική εμπειρία με σχετική οικονομία μέσων. 

Η απόφαση της εσωστρεφούς ανάπτυξης του έργου πέραν της χωροθέτησης στο οικόπεδο αντανακλά και στον χειρισμό των αντίστοιχων όψεων των δύο κατοικιών. Τόσο η πρόσοψη της κατοικίας 1, προς την οδό πρόσβασης, όσο και εκείνη της κατοικίας 2, προς τα βορειοανατολικά και την γειτονική κατοικία του όμορου, είναι ως επί το πλείστον συμπαγείς  με στόχο την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής ιδιωτικότητας. Αντίστροφα, και με δεδομένη την απόφαση για την αξιοποίηση του κήπου στο εσωτερικό του οικοπέδου, οι ομόλογες των προηγουμένων εσωτερικές όψεις των κατοικιών χαρακτηρίζονται από μεγάλα ανοίγματα και την προσπάθεια να υπονομευθεί το όριο μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου.

Όπως αναφέρθηκε ήδη τα δύο κτίρια αποτελούν αυτοτελείς κατοικίες. Σε συνέχεια των παραπάνω αναπτύσσεται το πρόγραμμα τους και σε επίπεδο κατόψεων. Στο ισόγειο και προς τον κήπο, τοποθετούνται οι χώροι διημέρευσης, κουζίνα και τραπεζαρία με τις μεγάλες κατά μήκος κινήσεις και τα κλιμακοστάσια στο πίσω μέρος των κατόψεων. Αντίστοιχα στον όροφο τοποθετούνται τα υπνοδωμάτια πάλι στρεφόμενα στον κήπο αυτή την φορά με σχετικά μεγαλύτερο έλεγχο της διαφάνειας τους. Τέλος, στο υπόγειο βρίσκονται ως επί τω πλείστον βοηθητικές χρήσεις όπως αποθήκες, χώρος πλυντηρίων και μηχανοστάσιο.

Ανταποκρινόμενη στο περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής, η πρόταση είναι βασισμένη σε υλικά που παράγονται από εδαφικούς πόρους. Επιπλέον τα υλικά παραμένουν στην φυσική ή όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην φυσική τους μορφή. Έτσι οι κατοικίες κατασκευάζονται από οπλισμένο σκυρόδεμα  το οποίο παραμένει εμφανές. Οι ξυλότυποι μορφώνονται από τάβλες πλάτους 10εκ. οι οποίες κατά την αποξήλωση των τύπων «μετράνε» το υλικό και τις προκύπτουσες επιφάνειες προσδίδοντας τους την προσδοκώμενη κλίμακα και χαρακτήρα. Στον περιβάλλοντα χώρο, όπου προβλέπονται δάπεδα χρήσης, γίνεται χρήση τούβλων σε φυσικό χρώμα. Σε επιλεγμένες περιοχές ή στοιχεία, όπως σκαλιά ή αντιστηρίξεις χρησιμοποιείται σκυρόδεμα είτε θραπιναρισμένο είτε ξεπλυμένο. Οι στέγες των κατοικιών καλύπτονται με φύλλα τιτανιούχου ψευδάργυρου, σε πράσινη απόχρωση, που προσφέρει μικρά βάρη και λεπτές διατομές εφαρμογής. Στα κουφώματα εφαρμόζονται συστήματα αλουμινίου βαμμένα σε μαύρο χρώμα και στο ίδιο χρώμα βάφονται οι καμινάδες και τα κιγκλιδώματα του έργου.

Το περίβλημα των κτιρίων μονώνεται εσωτερικά και στα ανοίγματα χρησιμοποιούνται συστήματα αλουμινίου με θερμοδιακοπτόμενες διατομές και ενεργειακούς υαλοπίνακες. Πέραν του συγκερασμού μεταξύ των μονώσεων του περιβλήματος και του μεγέθους των ανοιγμάτων του έργου η ενεργειακή προσέγγιση κινήθηκε σε δύο βασικούς άξονες. Αφ’ ενός την εξασφάλιση υδάτινων πόρων και αφ’ ετέρου στην αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας. Έτσι, με σχετικά απλό τρόπο, σχεδιάζονται δύο δεξαμενές ομβρίων στις οποίες συλλέγονται τα καθαρά όμβρια των στεγών με στόχο την χρήση τους στον εκτεταμένο κήπο. Ταυτόχρονα εγκαθίστανται φωτοβολταϊκά στοιχεία στις στέγες συνεισφέροντας και αυτά στην ενεργειακή ενίσχυση του έργου. Τα παθητικά αλλά και τα ενεργητικά συστήματα που χρησιμοποιούνται εξασφαλίζουν και στις δύο κατοικίες κατάταξη Α+ ενεργειακής κλάσης.

  • Τοποθεσία - Νέος Βουτζάς, Αττική
    Συνολικό Μέγεθος - 600 τ.μ.
    Υπό κατασκευή

  • Μαργαρίτα Λεμπιδάκη
    Γεώργιος-Αθανάσιος Νικόπουλος

  • Γραφείο Στατικών Μελετών Π. Παναγιωτόπουλος και συνεργάτες πολιτικοί μηχανικοί
    Βασίλης Κασίμης
    Γιώργος Κυρίακος

  • Παντελής Η. Αργυρός

  • dire architects